- Δαμοκλῆς
- Δαμοκλῆςmasc voc sg (doric aeolic)Δαμοκλῆςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαμοκλής — (4ος αι. π.Χ.). Αυλικός του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του Νεότερου. Εγκωμίαζε τόσο πολύ τη δύναμη και την ευτυχία του κυρίου του, ώστε εκείνος –σύμφωνα με το περίφημο ανέκδοτο– οργισμένος από τις κολακείες του, τον έβαλε να καθίσει κατά… … Dictionary of Greek
Дамокл — (Δαμοκλης) λюбимец и угодник сиракузского тирана Дионисия Старшего (405 367 г. до Р. X.), страдавшего под старость крайнею подозрительностью к людям и страхом покушений на его жизнь. Однажды Д. стал превозносить тирана как счастливейшего из людей … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Damocles — For other uses, see Damocles (disambiguation). In Richard Westall s Sword of Damocles, 1812, the boys of Cicero s anecdote have been changed to maidens for a neoclassical patron, Thomas Hope. Damocles ( … Wikipedia
Épée de Damoclès — « Damoclès » redirige ici. Pour les autres significations, voir Damoclès (homonymie). Tableau d inspiration néoclassique de Richard Westall … Wikipédia en Français
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
Κλίνγκερ, Φρίντριχ Μαξιμίλιαν φον- — (Friedrich Maximilian von Κlinger, 1752 – 1831). Γερμανός δραματικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Συνδέθηκε με τον Γκέτε και τον συνόδευσε στη Ζυρίχη. Αργότερα υπηρέτησε ως γραμματέας του δραματικού θιάσου Ζάιλερ (1776) και, τελικά,… … Dictionary of Greek